- ἐξηπάτησεν
- обманулἐξηπάτησέν
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐξηπάτησεν — ἐξαπατάω deceive aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαπατώ — (AM ἐξαπατῶ, άω) (επιτ. τ. τού απατῶ, συχνά και χωρίς επιτ. σημ.) 1. ξεγελώ, κοροϊδεύω, δολιεύομαι, παραπλανώ (α. «τόν εξαπατά με υποσχέσεις» β. «ἐμέ δ ἐξηπάτησεν Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.) 2. (για γυναίκα) με απατηλές υποσχέσεις παρασύρω, ξεπλανώ,… … Dictionary of Greek
χάρακας — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ.), στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου, του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται κοντά στον Πύργο. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (18 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 2 μικρότεροι οικισμοί, η Αγία… … Dictionary of Greek